- έλλειμμα
- το (AM ἔλλειμμα)αυτό που λείπει από κάτι και το οποίο έπρεπε ή προβλεπόταν να υπάρχεινεοελλ.φρ.1. «έλλειμμα ταμείου» — το ποσό κατά το οποίο τα μετρητά υπολείπονται τού λογιστικού υπολοίπου2. «έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου» — το ποσό κατά το οποίο η αξία τών εισαγόμενων εμπορευμάτων σε μια χώρα είναι μεγαλύτερη από την αξία τών εξαγόμενων3. «έλλειμμα διεθνούς ισοζυγίου» — το ποσό κατά το οποίο η αξία τών διεθνών υποχρεώσεων πληρωμής μιας χώρας υπερβαίνει την αξία τών διεθνών αξιώσεων πληρωμής της4. «έλλειμμα δημόσιου προϋπολογισμού» — το ποσό κατά το οποίο τα έσοδα τού κράτους υπολείπονται τού συνόλου τών δαπανώναρχ.1. έλλειψη, ελάττωμα2. υπόλειμμα.
Dictionary of Greek. 2013.